- εὐερωτητικός
- εὐερωτητικός, ή, όν,A good at questioning, Chrysipp.Stoic.2.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευερωτητικός — εὐερωτητικός, ή, όν (Α) ο επιτήδειος, ο κατάλληλος στις ερωτήσεις … Dictionary of Greek
εὐερωτητικόν — εὐερωτητικός good at questioning masc acc sg εὐερωτητικός good at questioning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)